- απανθράκωση
- ηη μετατροπή των ξύλων σε κάρβουνο: Με την απανθράκωση των ξύλων έχουμε ξυλοκάρβουνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απανθράκωση — η χημική διεργασία κατά την οποία μια ουσία που περιέχει άνθρακα μετατρέπεται σε στοιχειακό άνθρακα ή σε στερεό υπόλειμμα αποτελούμενο κυρίως από άνθρακα … Dictionary of Greek
ἀπανθρακώσῃ — ἀπανθρακόω burn to a cinder aor subj mid 2nd sg ἀπανθρακόω burn to a cinder aor subj act 3rd sg ἀπανθρακόω burn to a cinder fut ind mid 2nd sg ἀ̱πανθρακώσῃ , ἀπανθρακόω burn to a cinder futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱πανθρακώσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
ανθράκωμα — και αθράκωμα, το (Α ἀνθράκωμα) νεοελλ. 1. απανθράκωση 2. το οίδημα άνθραξ αρχ. ανθρακιά, φωτιά από κάρβουνα … Dictionary of Greek
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
καρβούνιασμα — το [καρβουνιάζω] 1. ανθρακοποίηση, απανθράκωση, η καύση τών ξύλων και η μετατροπή τους σε κάρβουνα 2. το μαύρισμα με κάρβουνα, ασβόλωση … Dictionary of Greek
κατάκαυση — η (AM κατάκαυσις) [κατακαίω] η πλήρης, η ολοσχερής καύση, απανθράκωση, αποτέφρωση μσν. καύσωνας … Dictionary of Greek
κατάφλεξη — ἡ (Α κατάφλεξις) [καταφλέγω] κατάκαυση, πυρπόληση, απανθράκωση, καταφλόγιση («Ἥρας δόλον καὶ Σεμέλης κατάφλεξιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
ολοκαύτωση — η (ΑΜ ὁλοκαύτωσις) [ολοκαυτώ (II)] νεοελλ. 1. πλήρης καύση, αποτέφρωση, απανθράκωση 2. ολοσχερής καταστροφή, ιδίως ανθρώπων, για υψηλά ιδανικά μσν. αρχ. η προσφορά θύματος το οποίο καίγεται ολόκληρο πάνω στον βωμό («καὶ ἀνοίσεις ἐπὶ τὸ… … Dictionary of Greek